- ἄπεστι
- ἄπειμι 1sumpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπέστιλεν — ἀπέστῑλεν , ἀπό , εἰσ τίλλω b. aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπεστ' — ἄπεστι , ἄπειμι 1 sum pres ind act 3rd sg ἄπεστε , ἄπειμι 1 sum pres ind act 2nd pl ἄπεσται , ἄπειμι 1 sum fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απεστώ — ἀπεστώ ( οῡς), η (Α) απουσία, απομάκρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < άπεστι, γ ενικ. πρόσ. του άπειμι «απουσιάζω» (πρβλ. ευεστώ, συνεστώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
συναπογίγνομαι — ΜΑ 1. απουσιάζω ή εκλείπω μαζί με άλλον («εἰ δ ἄπεστι ταῡτα, κἀκεῑνα συναπογίγνεται», Ανών.) 2. παράγομαι συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπογίγνομαι «απουσιάζω»] … Dictionary of Greek
φονή — ἡ, Α (ποιητ. τ.) συν. στον πληθ. 1. σφαγή, φόνος, φονικό, μακελλειό (α. «τόν δ ἐν φοναῑς καλῶς πεσόντα», Αισχύλ. β. «ἄνδρας ἀσπαίροντας ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν», Ομ. Ιλ.) 2. τόπος σφαγής, θέση σκοτωμού, πεδίο μάχης 3. σπαραγμένο ζώο, αιμόφυρτο πτώμα … Dictionary of Greek